εξακρίζω

εξακρίζω
και ξακρίζω (Α ἐξακρίζω) [άκρον]
νεοελλ.
κόβω τις άκρες ενός πράγματος (π.χ. υφάσματος)
αρχ.
αγγίζω τις άκρες, την κορυφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐξακρίζειν — ἐξακρίζω skim the upper pres inf act (attic epic) ἐξακρίζω skim the upper pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξακρίζετ' — ἐξᾱκρίζετο , ἐξακρίζω skim the upper imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἐξακρίζετε , ἐξακρίζω skim the upper pres imperat act 2nd pl ἐξακρίζετε , ἐξακρίζω skim the upper pres ind act 2nd pl ἐξᾱκρίζετε , ἐξακρίζω skim the upper imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρίζω — (Α ἀκρίζω) νεοελλ. 1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον 2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω 3. (για πλεούμενο) πλευρίζω μσν. 1. τρώω τις άκρες 2. κόβω την άκρη αρχ. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος. ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα. ΣΥΝΘ …   Dictionary of Greek

  • υπεξακρίζω — Α ανεβαίνω στην κορυφή βουνού («βοσκήματ ἄρτι πρὸς λέπας ὑπεξήκριζον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξακρίζω «αγγίζω τις άκρες, την κορυφή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”